- βυκανητής
βυκανητής, ὁ, der Trompeter, Pol. 2, 29 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βυκανητής, ὁ, der Trompeter, Pol. 2, 29 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βυκανητής — και βυκανιστής, ο (AM βυκανητής και βυκανιστής) ο σαλπιγκτής νεοελλ. ο μυς που αποτελεί το υπόστρωμα της παρειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυκανητής < βυκανώ, ενώ ο τ. βυκανιστής φαίνεται ως παράγωγο ενός ρ. βυκανίζω «σαλπίζω», το οποίο όμως μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
βυκανητῶν — βυκανητής trumpeter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιβυκανητής — ἰβυκανητής, ὁ (Α) ο βυκανητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ με την επίδραση τού βυκανητής*] … Dictionary of Greek
βυκανητάς — βυκανητά̱ς , βυκανητής trumpeter masc acc pl βυκανητά̱ς , βυκανητής trumpeter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυκάνη — η (AM) το βούκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από το λατ. būcina με επίθημα ina κατά το πρότυπο του μηχανή > māchina, ενώ κατ άλλους βυκάνη < *būcana, από την Ελληνική της Κάτω Ιταλίας. ΠΑΡ. βυκανητής αρχ. βυκανώ] … Dictionary of Greek