νυγμός

νυγμός

νυγμός, , das Stechen; D. Sic. 13, 58; Luc.; Plut. Philop. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νυγμός — pricking sensation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυγμός — ο (ΑΜ νυγμός) 1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός 2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη αρχ. 1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές 2. μτφ. οι τύψεις τής συνείδησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ νύγ ην)… …   Dictionary of Greek

  • νυγμοῖς — νυγμός pricking sensation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυγμοῖσι — νυγμός pricking sensation masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυγμοί — νυγμός pricking sensation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυγμούς — νυγμός pricking sensation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυγμόν — νυγμός pricking sensation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυγμή — νυγμή, ἡ (Α) 1. νυγμός 2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ ην) τού νύσσω* «κεντώ» + κατάλ. μη*] …   Dictionary of Greek

  • στιγμός — οῡ, ὁ, Α [στίζω] κέντημα, νυγμός …   Dictionary of Greek

  • νύξη — η 1. νυγμός, κέντισμα, κεντιά, τσίμπημα. 2. μτφ., υπαινιγμός, υπονοούμενο: Δεν του έκανα καμιά νύξη για το θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυγμῶν — νυγμή dot fem gen pl νυγμός pricking sensation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”