- νυκτῷον
νυκτῷον, τό, Tempel der Nachtgöttinn, Luc. v. H. 2, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτῷον, τό, Tempel der Nachtgöttinn, Luc. v. H. 2, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Νυκτώον — Νυκτῷον, τὸ (Α) ναός τής Νυκτός, τής θεότητας τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *νυκτῷος (πρβλ. μητρ ώον)] … Dictionary of Greek
νυκτῷον — temple of Night neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek