- νυκτί-βρομος
νυκτί-βρομος, bei Eur. Rhes. 552 v. l. für νυκτιδρόμος, die Nacht durchtosend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτί-βρομος, bei Eur. Rhes. 552 v. l. für νυκτιδρόμος, die Nacht durchtosend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτίβρομος — νυκτίβρομος, ον (Α) αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek