- προ-καθάρσιον
προ-καθάρσιον, τό, vorhergehende Reinigung, Schol. Soph. O. R. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-καθάρσιον, τό, vorhergehende Reinigung, Schol. Soph. O. R. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκαθάρσιον — τὸ, Α το μέσο για την προπαρασκευαστική κάθαρση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθάρσιον] … Dictionary of Greek