- νυκτί-πλανος
νυκτί-πλανος, = νυκτίπλαγκτος, Luc. Alex. 54, νυκτιπλάνοις ὀάροις χαίρει.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτί-πλανος, = νυκτίπλαγκτος, Luc. Alex. 54, νυκτιπλάνοις ὀάροις χαίρει.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορείπλανος — ὀρείπλανος και ὀρίπλανος, ον (Α) ορείπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. λ. όρος [II]) + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. αλίπλανος, νυκτί πλανος] … Dictionary of Greek
νυκτίπλανος — νυκτίπλανος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) πλάνος (< πλανῶμαι)] … Dictionary of Greek