- νυκτάλ-ωψ
νυκτάλ-ωψ, ωπος, ὁ, ein Fehler der Augen, = νυκταλωπία, ὑγρότητος πλεονασμός, Arist. gen. an. 5, 1 (p. 780, 20), v. l. νυκταλώπηξ. Bei Gal. u. Eust. 1392, 33 ὁ τῆς νυκτὸς ἀλαός, u. allgemein, blödsichtig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτάλ-ωψ, ωπος, ὁ, ein Fehler der Augen, = νυκταλωπία, ὑγρότητος πλεονασμός, Arist. gen. an. 5, 1 (p. 780, 20), v. l. νυκταλώπηξ. Bei Gal. u. Eust. 1392, 33 ὁ τῆς νυκτὸς ἀλαός, u. allgemein, blödsichtig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κύκλωπας — ο (AM Κύκλωψ, ωπος) 1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος τής νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια 2. στον πληθ. οι Κύκλωπες ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων τής αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί τού Αδριατικού… … Dictionary of Greek