νυκτο-φαής

νυκτο-φαής

νυκτο-φαής, ές, = νυκτιφαής, Nonn. D. 44, 216.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειψιφαής — λειψιφαής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι (βλ. λείπω) + φαής (< φάος), πρβλ. νυκτο φαής, χρυσο φαής, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”