- νυκτο-φύλαξ
νυκτο-φύλαξ, ακος, ὁ, Nachtwache haltend, nachtwächter, Xen. An. 7, 2, 18 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτο-φύλαξ, ακος, ὁ, Nachtwache haltend, nachtwächter, Xen. An. 7, 2, 18 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνωδακοφύλαξ — κνωδακοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) ο φύλακας τού άξονα τής ουράνιας σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακ ος + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο φύλαξ, νυκτο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
πυργοφύλαξ — ακος, ὁ, Α φρουρός πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + φύλαξ (πρβλ. λιμενο φύλαξ, νυκτο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
χαλκιοφύλαξ — ακος, ὁ, Α ο φύλακας τού λέβητα σε βαλανεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίον «χάλκινο σκεύος» + φύλαξ (πρβλ. νυκτο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
μνηματοφυλακία — μνηματοφυλακία, η (Α) φύλαξη νεκροταφείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, ατος + φυλακία (< φύλαξ), πρβλ. κριθο φυλακία, νυκτο φυλακία) … Dictionary of Greek