νυκτ-ηρεφής

νυκτ-ηρεφής

νυκτ-ηρεφής, ές, mit Nacht bedeckt, schwarz umhüllt, μένει δ' ἀκοῦσαί τί μου μέριμνα νυκτηρεφές, Aesch. Ag. 447.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κισσηρεφής — ές (Α κισσηρεφής, ές) ο καλυμμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ ηρεφής, πετρ ηρεφής. Το η λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • πετρηρεφής — ές, Α με στέγη από πέτρα, σκεπασμένος από βράχο («ἄντρα πετρηρεφή», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • φυλληρεφής — ές, Ν (λόγιος τ.) καλυμμένος από φυλλώματα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”