- μυκτηριστής
μυκτηριστής, ὁ, der Naserümpscr, Spötter, Ath. V, 182 a 187 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκτηριστής, ὁ, der Naserümpscr, Spötter, Ath. V, 182 a 187 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκτηριστής — sneerer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτηριστής — ο (Α μυκτηριστής και μυκτηριαστής) [μυκτηρίζω] αυτός που εμπαίζει, χλευάζει, περιγελά κάποιον … Dictionary of Greek
μυκτηριστήν — μυκτηριστής sneerer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτηριστῶν — μυκτηριστής sneerer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού … Dictionary of Greek
μυκτηριαστής — μυκτηριαστής, ὁ (Α) βλ. μυκτηριστής … Dictionary of Greek
μυκτηριστικός — ή, ὁ (Α μυκτηριστικός, ή, όν) [μυκτηριστής] αυτός που έχει τάση να περιπαίζει, να περιγελά τους άλλους νεοελλ. εμπαικτικός, σκωπτικός … Dictionary of Greek