- μυκτηρόθεν
μυκτηρόθεν, aus der Nase, Pallad. 123 (X, 75).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκτηρόθεν, aus der Nase, Pallad. 123 (X, 75).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκτηρόθεν — (Α) επίρρ. από τους μυκτήρες, από τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκτήρ, ῆρος «ρουθούνι» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μητρό θεν)] … Dictionary of Greek
μυκτηρόθεν — out of the nose indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)