- νυκτο-πλανής
νυκτο-πλανής, ές, = νυκτιπλανής, Maneth. 1, 311.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτο-πλανής, ές, = νυκτιπλανής, Maneth. 1, 311.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοπλανής — λαοπλανής, ές (Μ) αυτός που εξαπατά τον λαό, λαοπλάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πλανής (< πλανῶ), πρβλ. δολο πλανής, νυκτο πλανής] … Dictionary of Greek