- νυκτο-πόρος
νυκτο-πόρος, v. l. für νυκτιπόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτο-πόρος, v. l. für νυκτιπόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοπορέω — (Α) (ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πορέω (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πορέω, νυκτο πορέω] … Dictionary of Greek