- νυκταλός
νυκταλός, = νυσταλός, Suid.; auch D. L. 6, 77, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκταλός, = νυσταλός, Suid.; auch D. L. 6, 77, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκταλός — νυκταλός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) νυσταλέος … Dictionary of Greek
νυκταλός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύκταλος — ο ζωολ. γένος μικροχειρόπτερων νυχτερίδων τής οικογένειας vespertilionidae … Dictionary of Greek
νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… … Dictionary of Greek
βεσπερτιλιονίδες — (vespertilionidae). Οικογένεια χειροπτέρων θηλαστικών της τάξης των μικροχειροπτέρων, στην οποία ανήκουν και οι νυχτερίδες. Χαρακτηριστικό των β. είναι η έλλειψη δερματικής πτυχής στη μύτη, τα μεγάλα τους αφτιά, τα μικρά και πλατιά φτερά τους και … Dictionary of Greek