- νυκτι-λάλος
νυκτι-λάλος, bei Nacht schwatzend, κιϑάρη, Antp. Sid. 75 (VII, 29).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-λάλος, bei Nacht schwatzend, κιϑάρη, Antp. Sid. 75 (VII, 29).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτιλάλος — ο (Α νυκτιλάλος, ον) αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek