- νυκτι-κόραξ
νυκτι-κόραξ, ακος, ὁ, der Nachtrabe; Nicarch. 32 (XI, 186); Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-κόραξ, ακος, ὁ, der Nachtrabe; Nicarch. 32 (XI, 186); Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… … Dictionary of Greek