- νυκτι-φρούρητος
νυκτι-φρούρητος, des Nachts bewachend, ϑράσος, Aesch. Prom. 863.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-φρούρητος, des Nachts bewachend, ϑράσος, Aesch. Prom. 863.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοφρούρητος — θεοφρούρητος, ον (Μ) (για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και για το βυζαντινό κράτος) αυτός που φρουρείται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρούρητος (< φρουρώ), πρβλ. α φρούρητος, νυκτι φρούρητος] … Dictionary of Greek