- νυκτερο-φεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές, nächtlich leuchtend, Maneth. 3, 393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτερο-φεγγής, ές, nächtlich leuchtend, Maneth. 3, 393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] … Dictionary of Greek