- νυκτερείσιος
νυκτερείσιος, = νυκτερήσιος, mit komischer Anspielung auf ἐρείδω, Ar. Thesm. 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτερείσιος, = νυκτερήσιος, mit komischer Anspielung auf ἐρείδω, Ar. Thesm. 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτερείσιος — νυκτερείσιος, ον (Α) (κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη] … Dictionary of Greek
νυκτερείσιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερείσια — νυκτερείσιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)