- νυκτι-πλανής
νυκτι-πλανής, ές, = Vorigem, jetzt
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτι-πλανής, ές, = Vorigem, jetzt
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδοιπλανής — ὁδοιπλανής, ές (Μ) (ποιητ. τ.) αυτός που περιπλανάται εδώ και εκεί, ο περιφερόμενος στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νυκτι πλανής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο… … Dictionary of Greek
νυκτοπλανής — και νυκτιπλανής, ές (Α) νυκτίπλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. ορει πλανής. Ο τ. νυκτιπλανής < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek