νυκτι-πόλος

νυκτι-πόλος

νυκτι-πόλος, bei Nacht umherwandelnd; Βάκχαι, Eur. Ion 718, öfter; Μήνη, Man. 3, 273; so auch im Räthsel, νυκτ. Φαέϑων, Aenigm. 6 (XIV, 53); Luc. de Mort. Peregr. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετεωροπόλος — μετεωροπόλος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με υψηλά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + πόλος (< πέλομαι «επέρχομαι, υπάρχω»), πρβλ. μαντι πόλος, νυκτι πόλος] …   Dictionary of Greek

  • μητροπόλος — μητροπόλος, δωρ. τ. ματροπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες κατά τον τοκετό 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μητροπόλοι ιέρειες τής μητέρας τών θεών, τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός +… …   Dictionary of Greek

  • ονειροπόλος — α, ο (Α ὀνειροπόλος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος αρχ. 1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών… …   Dictionary of Greek

  • ορεοπόλος — ὀρεοπόλος και ὀρεσσιπόλος, ον (Α) αυτός που περιφέρεται ανά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο / ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [II]) + πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτι πόλος] …   Dictionary of Greek

  • νυκτιπόλος — νυκτιπόλος, ον (Α) 1. (ιδίως για οπαδούς τού Βάκχου) αυτός που περιπλανάται κατά τη διάρκεια τής νύχτας 2. (το αρσ. και το θηλ.) προσωνυμία τής Περσεφόνης, τής Εκάτης, τού Διονύσου και τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) +… …   Dictionary of Greek

  • νυκτιπόλευτος — νυκτιπόλευτος, ον (Α) νυκτιπόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πολεύω (< πόλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”