- νυμφᾱ-γενής
νυμφᾱ-γενής, ές, von einer Nymphe geboren, stammend, Telest. bei Ath. XIV, 616.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυμφᾱ-γενής, ές, von einer Nymphe geboren, stammend, Telest. bei Ath. XIV, 616.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορυφαγενής — κορυφαγενής, ές (Α) 1. (ως επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός 2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. τού κορυφή) + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, νυμφα γενής] … Dictionary of Greek