νυμφαῖος

νυμφαῖος

νυμφαῖος, den Nymphen gehörig, ihnen heilig; νυμφαίας σκοπιάς, Eur. El. 447; νᾶμα, Ep. ad. 240 (XIV, 71); a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νυμφαῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίος — α, ο (Α νυμφαῑος, αία, ον) [Νύμφα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.) 2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν) ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • νυμφαῖον — νυμφαῖος of masc acc sg νυμφαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαῖα — νυμφαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαῖαι — νυμφαῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαῖοι — νυμφαῖος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαία — νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc/acc dual νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc/acc dual νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίας — νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem acc pl νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem gen sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem acc pl νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίων — νύμφαιον neut gen pl νυμφαί̱ων , νυμφαῖος of fem gen pl νυμφαί̱ων , νυμφαῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. * * * η (Α νυμφαία) γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες αρχ. ως κύριο όν. η Νυμφαία η Αριάδνη …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”