- νυμφο-γενής
νυμφο-γενής, ές, = νυμφαγενής, Satyros, Alcaeus 10 (Plan. 8).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυμφο-γενής, ές, = νυμφαγενής, Satyros, Alcaeus 10 (Plan. 8).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατογενής — κρατογενής, ές (Α) (για την Αθηνά) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ), «κεφάλι» + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, νυμφο γενής] … Dictionary of Greek
κρυφογενής — κρυφογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε κρυφά, κρυφογεννημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. νυμφο γενής, ονειρο γενής] … Dictionary of Greek