- νυμφο-στόλος
νυμφο-στόλος, = νυμφαγωγός, auch = die Braut schmückend, Mus. 9, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυμφο-στόλος, = νυμφαγωγός, auch = die Braut schmückend, Mus. 9, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχοστόλος — ον, ΜΑ αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών («Λάζαρον ἔκτοθι τύμβου Ἰησοῡς ἐκάλεσε, τεταρταῑον δὲ θανόντα ἐκ νεκύων ἤγειρε, χέων ψυχοστόλον ἠχώ», Νόνν.) αρχ. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Ερμού) ὁ ψυχοστόλος αυτός που συνοδεύει τις ψυχές,… … Dictionary of Greek