νυμφαία

νυμφαία

νυμφαία, , die bekannte Wasserpflanze nymphaea, Theophr., Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νυμφαία — νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc/acc dual νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc/acc dual νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. * * * η (Α νυμφαία) γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες αρχ. ως κύριο όν. η Νυμφαία η Αριάδνη …   Dictionary of Greek

  • νυμφαῖα — νυμφαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίας — νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem acc pl νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem gen sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem acc pl νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίαν — νυμφαίᾱν , νυμφαία yellow water lily fem acc sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱν , νυμφαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίην — νυμφαία yellow water lily fem acc sg (epic ionic) νυμφαί̱ην , νυμφαῖος of fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίῃσιν — νυμφαία yellow water lily fem dat pl (epic ionic) νυμφαί̱ῃσιν , νυμφαῖος of fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… …   Dictionary of Greek

  • νυμφαίος — α, ο (Α νυμφαῑος, αία, ον) [Νύμφα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.) 2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν) ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Νύμφες — I Αρχαίες ελληνικές θεότητες των φυσικών δυνάμεων, που κατοικούσαν στα δάση και στις σπηλιές, πλάι σε πηγές, χείμαρρους και ποταμούς ή και σε μοναχικά νησιά, όπως η Καλυψώ και η Κίρκη. Οι Ν. των δασών, των λόφων, των λιβαδιών και των πηγών –που ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”