νυμφεύτρια

νυμφεύτρια

νυμφεύτρια, , die Brautführende, die Brautjungfer; Ar. Ach. 1020; Plut. Lycurg. 15. – Bei Suid. auch ἡ νεόγαμος erkl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νυμφεύτρια — νυμφεύτρια, ἡ (ΑΜ) η νύφη αρχ. η παράνυμφος, η γυναίκα που συνόδευε τη νύφη στο σπίτι τού γαμπρού και τήν περιποιούνταν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφεύω + επίθημα τρια (πρβλ. θηρεύ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • νυμφεύτρια — she who escorts the bride fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφευτρίας — νυμφευτρίᾱς , νυμφεύτρια she who escorts the bride fem acc pl νυμφευτρίᾱς , νυμφεύτρια she who escorts the bride fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφευτρίαις — νυμφεύτρια she who escorts the bride fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφεύτριαν — νυμφεύτρια she who escorts the bride fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СВАДЬБА —    • Nuptiae,          свадебные обычаи, см. Matrimonium, Брак, 4, Δα̃δες νυμφικαί, Свадебные факелы, и Άνακαλυπτήρια, Анакалиптерия.          Для празднования свадеб избирали вообще зиму, как самое удобное время, и отсюда произошло название… …   Реальный словарь классических древностей

  • NYMPHAGOGUS — Graece Νυμφαγωγὸς, inter nuptiales Veterum personas. Uti enim, qui in Soceri aedes, ubi nuptiae fiebant, transeuntem Sponsum deducebat, Paranymphus, Graece παράνυμφος. item Νυμφευτὴς et Πἀροχος: Sic qui Sponsam, si vidua esset, ad Sponsum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παράνυμφος — ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία τού γάμου, ο κουμπάρος νεοελλ. το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή τού γάμου μσν. αρχ. φίλος τού γαμπρού ο οποίος τόν συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το …   Dictionary of Greek

  • παρανύμφη — ἡ, Α η γυναίκα που συνόδευε τη νύφη στο σπίτι τού γαμπρού και τήν περιποιούνταν, παράνυμφος, νυμφεύτρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νύμφη] …   Dictionary of Greek

  • Δαίδαλα — Αρχαία γιορτή στην πόλη των Πλαταιών προς τιμήν της θεάς Ήρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία τα Δ. διακρίνονταν στα Μικρά που γιορτάζονταν κάθε επτά χρόνια και στα Μεγάλα που γιορτάζονταν κάθε εξήντα χρόνια. Ο ίδιος ιστορικός, εξηγώντας την αιτία της… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՐՍՆԵՂԲԱՅՐ — (բօր, բարց.) NBH 2 0067 Chronological Sequence: Early classical գ. (որ եւ ռմկ. հարսնքուր.) νυμφεύτρια pronuba. Որպէս հարսնաւէր, եւ փեսաւէր. հարսնախօս. հարսնածու. *Պօղոս զդանդաղեցաւ զհարսնեղբարցն եւ զփեսաւիրացն (յն. մի բառ) բանս խօսել. մանաւանդ ոչ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”