- νυμφευτήριος
νυμφευτήριος, die Braut, Ehe betreffend, λέκτρων σκότια νυμφευτήρια, Eur. Troad. 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυμφευτήριος, die Braut, Ehe betreffend, λέκτρων σκότια νυμφευτήρια, Eur. Troad. 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυμφευτήριος — νυμφευτήριος, ία, ον (Α) 1. σχετικός με τον γάμο, γαμήλιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφευτήριον ο νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφευτήρια τα νυμφευμένα πρόσωπα, οι σύζυγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφεύω + επίθημα τήριος (πρβλ. πομπευ… … Dictionary of Greek
νυμφευτήριον — νυμφευτήριος nuptial masc acc sg νυμφευτήριος nuptial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφευτήρια — νυμφευτήριος nuptial neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek