- νυμφό-ληπτος
νυμφό-ληπτος, von Nymphen ergriffen, verzückt; Plat. Phaedr. 238 d; Arist. eth. 1, 1; aber nicht bloß von begeisterten Dichtern, sondern auch von Wahnsinnigen u. Verrückten, Plut. Arist. 11 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυμφό-ληπτος, von Nymphen ergriffen, verzückt; Plat. Phaedr. 238 d; Arist. eth. 1, 1; aber nicht bloß von begeisterten Dichtern, sondern auch von Wahnsinnigen u. Verrückten, Plut. Arist. 11 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίληπτος — ον, Α αυτός που άρπαξε, που πήρε φωτιά («πυρίληπτα πεδία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος, νυμφό ληπτος] … Dictionary of Greek
φρενόληπτος — η, ο / φρενόληπτος, ον, ΝΜΑ φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφό ληπτος, φοιβό ληπτος] … Dictionary of Greek
φοιβόληπτος — η, ο / φοιβόληπτος, ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, ον, Α νεοελλ. αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση αρχ. αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + ληπτος (<… … Dictionary of Greek