μυ-ωπία

μυ-ωπία

μυ-ωπία, , 1) Kurzsichtigkeit, der Fehler des Gesichts, daß man nur das Nahe deutlich erkennen kann, Medic. – 2) = μυωνία; Arist. H. A. 6, 37; Ael. V. H. 1, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὤπια — ὤπιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] …   Dictionary of Greek

  • παρώπια — τὰ, Α οι παρωπίδες τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώπια (< *ὤψ, ὤπός «μάτι» < ὄπωπα*), πρβλ. υπ ώπια] …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρωπία — η, Ν σπινθηροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + ωπία (< ωψ, ωπός, βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. μυ ωπία] …   Dictionary of Greek

  • τριπλωπία — η, Ν ιατρ. οπτική ανωμαλία κατά την οποία βλέπει κανείς τρία είδωλα ενός αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλός + ωπία (< ωψ, βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. μυ ωπία] …   Dictionary of Greek

  • χρωματωπία — η, Ν (παλ. τ.) η χρωματοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ωπία (< ωψ, ωπος < θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μυ ωπία] …   Dictionary of Greek

  • χρωμετερωπία — η, Ν ιατρ. η ετεροχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + ετερο * + ωπία (< ωψ, ωπος < θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μυ ωπία] …   Dictionary of Greek

  • αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… …   Dictionary of Greek

  • ημιωπία — η βλ. ημιανοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiopia < hemi (πρβλ. ημι ) + opia (πρβλ. ωπια < ωψ «πρόσωπο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κωνστ. Μαυρογιάννη] …   Dictionary of Greek

  • ξυλωπία — η βοτ. γένος δένδρων τής Αμερικής και τής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylopia < ξύλον + ωπία (< ὤψ, ὠπός)] …   Dictionary of Greek

  • πολυωπία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής μονοφθάλμιας όρασης κατά την οποία το μάτι αντιλαμβάνεται πολλά είδωλα τού ίδιου αντικειμένου, λόγω βλαβών τού κερατοειδούς ή τού κρυσταλλοειδούς φακού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyopia < πολυ * + ωπία < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”