- μυχθ-ώδης
μυχθ-ώδης, ες, nach der Art eines Seufzenden, Stöhnenden, Hippocr., wie von μύχϑος, welches nicht vorkommt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυχθ-ώδης, ες, nach der Art eines Seufzenden, Stöhnenden, Hippocr., wie von μύχϑος, welches nicht vorkommt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυχθίζω — (Α) 1. ξεφυσώ από τη μύτη με κλεισμένα χείλη, ιδίως από αγωνία ή πάθος 2. χλευάζω, περιγελώ, μυκτηρίζω («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μυχθ ίζω και το επίθ. μυχθ ώδης οδηγούν στην υπόθεση ενός αρχικού τ … Dictionary of Greek