μυχοίτατος

μυχοίτατος

μυχοίτατος, superl. zu μύχιος, παρὰ κρητῆρι ἷζε μυχοίτατος, er saß im Innersten, d. i. am weitesten vom Eingang ab, Od. 21, 146.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυχοίτατος — μυχοίτατος, άτη, ον (Α) (ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) μυχαίτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μυχός* και προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο τ. τοπικής *μυχοῖ] …   Dictionary of Greek

  • μυχοίτατος — in the farthest corner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοίτατον — μυχοίτατος in the farthest corner masc acc sg μυχοίτατος in the farthest corner neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοιτάτῳ — μυχοίτατος in the farthest corner masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοίτατοι — μυχοίτατος in the farthest corner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαίτατος — μυχαίτατος, τάτη, ον (ΑΜ, Α και μυχοίτατος και μύχατος και μυχώτατος Μ και μυχέστατος, η, ον) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυχαίτατος < μυχός, κατά τα υπερθετικά σε αίτατος (πρβλ. μεσ αίτατος). Ο… …   Dictionary of Greek

  • μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”