μυχόνδε

μυχόνδε

μυχόνδε, ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυχόνδε — (Α) επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν δε, οικόν δε)] …   Dictionary of Greek

  • μυχόνδε — to the far corner indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”