- μυτακισμός
μυτακισμός, ὁ, der häufige Gebrauch des Buchstaben μῠ, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυτακισμός, ὁ, der häufige Gebrauch des Buchstaben μῠ, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυτακισμός — μυτακισμός, ὁ (ΑΜ) 1. η συχνή χρήση τού γράμματος μυ 2. (στη λατ. γλώσσα η προφορά τού τελικού m πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν. [ΕΤΥΜΟΛ. τ. σχηματισμένος από το γράμμα μῦ (βλ. λ. μυ [Ι]), κατά το ἰωτακίζω] … Dictionary of Greek