- ξυσμή
ξυσμή, ἡ, = ξύσμα, Eupith. ep. (IX, 206), = γράμμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυσμή, ἡ, = ξύσμα, Eupith. ep. (IX, 206), = γράμμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυσμή — ξυσμή, ἡ (ΑΜ) ξύσμα, ξυσιματιά, αμυχή αρχ. 1. (υβριστικά) ψωρίαση, ψώρα 2. στον πληθ. αἱ ξυσμαί τα σημάδια που χάραζαν οι γραμματικοί πάνω στα χειρόγραφα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐντορίδες ξυσμαὶ ὄφεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ , πρβλ. αόρ. ἔ ξυσ α, τού … Dictionary of Greek
ξυσμή — scratchings fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσμαῖς — ξυσμή scratchings fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσμαί — ξυσμή scratchings fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσμῆς — ξυσμή scratchings fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσμήν — ξυσμή scratchings fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσμά — ξυσμά̱ , ξυσμή scratchings fem nom/voc/acc dual ξυσμά̱ , ξυσμή scratchings fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
ξυσμάων — ξυσμά̱ων , ξυσμή scratchings fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)