ξυσμός

ξυσμός

ξυσμός, , das Schaben, Kratzen, bes. beim Jucken, Hippocr. u. a. Medic., auch das Jucken selbst, also = κνησμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξυσμός — ξυσμός, ὁ (Α) [ξύω] 1. ξύσιμο για ανακούφιση κνησμού 2. κνησμός, φαγούρα 3. (κατά τον Ησύχ.) «χνόος ξυσμός, ψόφος, φθόγγος» …   Dictionary of Greek

  • ξυσμός — itching masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσμοῖς — ξυσμός itching masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσμοί — ξυσμός itching masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσμούς — ξυσμός itching masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσμῷ — ξυσμός itching masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσμόν — ξυσμός itching masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”