- ξυστήριος
ξυστήριος, zum Schaben, Abkratzen gehörig; τὸ ξυστήριον, Werkzeug, = ξυστήρ, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστήριος, zum Schaben, Abkratzen gehörig; τὸ ξυστήριον, Werkzeug, = ξυστήρ, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστήριος — ξυστήριος, ον (ΑΜ) [ξυστήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο ή ο κατάλληλος για ξύσιμο, για ροκάνισμα, για σκάλισμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστήριον οδοντιατρικό εργαλείο για απόξεση τών δοντιών … Dictionary of Greek
ξυστηρίῳ — ξυστήριος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστήρια — ξυστήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)