μυστηρίς

μυστηρίς

μυστηρίς, ίδος, fem. zu μυστηριακός, τελεταὶ Βάκχου, Damaget. 5 (VII, 9).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυστηρίς — μυστηρίς, ίδος, ἡ (Α) ανώμ. θηλ. τού μυστηρικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήρ ιον + επίθημα ίς (πρβλ. βλιστηρ ίς, μαχαιρ ίς, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. *μυστήρ)] …   Dictionary of Greek

  • μυστηρίδας — μυστηρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστηρολογώ — μυστηρολογῶ, έω (Μ) κρυφομιλώ, συνεννοούμαι μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *μυστηριολογώ < μυστήρ ιον + λογῶ*, εκτός και αν το α συνθετικό τής λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μυστήρ (πρβλ. μυστηρίς, μυστηρικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”