- μυστηριακός
μυστηριακός, zu den Mysterien gehörig, mystisch, Schol. Ar. Plut. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυστηριακός, zu den Mysterien gehörig, mystisch, Schol. Ar. Plut. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυστηριακός — ή, ὁ (ΑΜ μυστηριακός, ή, όν) [μυστήριον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα μυστήρια, που χρησιμοποιείται στην τελετή τών μυστηρίων («μυστηριακά σύμβολα») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, απόκρυφος, μυστηριώδης,… … Dictionary of Greek
μυστηριακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα μυστήρια: Μυστηριακά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυστηριακόν — μυστηριακός masc acc sg μυστηριακός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριακώτατον — μυστηριακός masc acc superl sg μυστηριακός neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριακοῦ — μυστηριακός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριακούς — μυστηριακός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριακῆς — μυστηριακός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριακῶς — μυστηριακός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε … Dictionary of Greek
μυστηρικός — μυστηρικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή προορίζεται για μυστηριακή τελετή, μυστηριακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστηρ ίον, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. *μυστήρ] … Dictionary of Greek
μυστηριακάς — μυστηριακά̱ς , μυστηριακός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)