- μυστηριασμός
μυστηριασμός, ὁ, die Einweihung in die Mysterien, Eust. 1854, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυστηριασμός, ὁ, die Einweihung in die Mysterien, Eust. 1854, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυστηριασμός — μυστηριασμός, ὁ (Μ) [μυστηριάζω] η μύηση στα μυστήρια τής ελληνικής θρησκείας … Dictionary of Greek
μυστηριασμῷ — μυστηριασμός initiation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριασμόν — μυστηριασμός initiation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)