νυσταλέος

νυσταλέος

νυσταλέος, = Folgdm, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νυσταλέος — α, ο (Α νυσταλέος, α, ον) αυτός που κατέχεται από νύστα, υπναλέος νεοελλ. νωθρός, αδρανής, κοιμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού νύσταλος*, κατά το υπναλέος] …   Dictionary of Greek

  • νυσταλέος — α, ο 1. αυτός που κατέχεται από νύστα, υπναλέος. 2. μτφ., νωθρός, οκνηρός, αδρανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • απονυστάζω — (AM ἀπονυστάζω) είμαι νυσταλέος, νωθρός …   Dictionary of Greek

  • βάρυπνος — η, ο Ι. 1. αυτός που έχει βαρύ ύπνο, που κοιμάται βαριά και δεν ξυπνάει εύκολα 2. εκείνος που σηκώνεται βαρύς από τον ύπνο του 3. νυσταλέος, νυσταγμένος 4. το αρσ. ως ουσ. ο βαρύς ύπνος ||. επίρρ. βάρυπνα με βαρύ ύπνο …   Dictionary of Greek

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

  • καρώδης — καρώδης, ες (Α) 1. βυθισμένος σε (απο)κάρωση, ναρκωμένος, αποκαρωμένος, νυσταλέος, βαρύς 2. αυτός που προκαλεί κάρωση, ληθαργικός, ναρκωτικός, αποχαυνωτικός, κωματώδης 3. αυτός που υπόκειται σε κάρωση 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρῶδες α) η κάρωση β)… …   Dictionary of Greek

  • νυκταλός — νυκταλός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) νυσταλέος …   Dictionary of Greek

  • νυσταλόεις — νυσταλόεις, εσσα, εν (Μ) νυσταλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύσταλος + κατάλ. όεις (πρβλ. νπυ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • νύσταλος — νύσταλος, ον (Α) νυσταλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυστα τού νυστάζω + κατάλ. λος (πρβλ. νυστα λέος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”