- νυστακτής
νυστακτής, ὁ (der Nickende), ὕπνος, Schlaf mit Nicken, Ar. Vesp. 12 u. Alciphr. 3, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυστακτής, ὁ (der Nickende), ὕπνος, Schlaf mit Nicken, Ar. Vesp. 12 u. Alciphr. 3, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυστακτής — νυστακτής, ὁ (Α) [νυστάζω] (για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω … Dictionary of Greek
νυστακτής — drowsy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυστακτικώς — (Α νυστακτικῶς) [νυστακτής] επίρρ. με νυσταλέο τρόπο … Dictionary of Greek