- ξυστρωτός
ξυστρωτός, aufgekratzt; bes. auch von Säulen, = kannelirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστρωτός, aufgekratzt; bes. auch von Säulen, = kannelirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυστρωτός — ξυστρωτός, όν (Α) [ξυστρώ] μτγν. 1. (για κίονα) αυτός που φέρει ραβδώσεις, ραβδωτός («κέδρου πρὸς τὸν οἶκον ἔνδον διατετορευμένα ξυστρωτὰ καὶ περίγλυφα», ΠΔ) 2. (για πυραμίδα) αυτός που έχει κατασκευαστεί με λοξή τομή 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ… … Dictionary of Greek
ξυστρωτόν — ξυστρωτός fluted masc/fem acc sg ξυστρωτός fluted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)