βυσσόθεν

βυσσόθεν

βυσσόθεν, vom Grunde auf, Soph. Ant. 596; Anyt. 12 (VII, 215); übtr. bei Ath. II, 36 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βυσσόθεν — επίρρ. (Α) [βυσσός] 1. από τον βυθό της θάλασσας 2. από τα βάθη της καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • βυσσόθεν — from the bottom indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”