- ξυρήσιμος
ξυρήσιμος, scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυρήσιμος, scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυρήσιμος — ξυρήσιμος, ον (Α) [ξυρησις] αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος … Dictionary of Greek
ξυρήσιμος — fit for shaving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρήκης — ξυρήκης, ες (Α) 1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.) 2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα 3. ξυρήσιμος* 4. φρ. «κουρά ξυρήκης» κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.… … Dictionary of Greek