- μυρμήκειος
μυρμήκειος, von der Ameise, ameisenartig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρμήκειος, von der Ameise, ameisenartig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρμήκειος — μυρμήκειος, ον (Α) 1. όμοιος με μυρμήγκι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμήκειον είδος αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. ειος (πρβλ. λύκ ειος)] … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek