- μυρίδιον
μυρίδιον, τό, dim. von μύρον, Ar. fr. 441.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρίδιον, τό, dim. von μύρον, Ar. fr. 441.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρίδιον — μυρίδιον, τὸ (Α) [μύρον] υποκορ. τού μύρον … Dictionary of Greek
μυρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek