- μυρο-βλύτης
μυρο-βλύτης, ὁ, Salböl hervorquellen lassend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρο-βλύτης, ὁ, Salböl hervorquellen lassend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομβροβλυτώ — ὀμβροβλυτῶ, έω (ΑΜ) (κατά το λεξ. Σούδα) «πλημμυρῶ, ἐξογκοῡμαι ἐκ βροχῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + βλυτώ, μέσω αμάρτυρου *ομβροβλύτης (< ὄμβρος + βλύτης < βλύζω «αναβλύζω»), πρβλ. μυρο βλυτώ] … Dictionary of Greek