- μυρμηκίτης
μυρμηκίτης, ὁ, ein Stein, der, wie Bernstein, Ameisen eingeschlossen hat, Plin. H. N. 37, 11, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρμηκίτης, ὁ, ein Stein, der, wie Bernstein, Ameisen eingeschlossen hat, Plin. H. N. 37, 11, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρμηκίτης — μυρμηκίτης, ὁ (Α) πολύτιμος λίθος μέσα στον οποίο φαίνονται στίγματα που μοιάζουν με μυρμήγκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. αιματ ίτης)] … Dictionary of Greek